- σπληνιάρης, -α, -ικο
- 1.αυτός που έχει κάποια πάθηση στη σπλήνα, αυτός που η σπλήνα του έχει διογκωθεί κυρίως από ελονοσία.2. υποχοντριακός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπληνιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από διόγκωση τής σπλήνας 2. καχεκτικός, κιτρινιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήνα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. γκριν ιάρης)] … Dictionary of Greek